Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἵππους μάστιγι

См. также в других словарях:

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • κατωμαδόν — (ΑΜ) επίρρ. με εξάρτηση από τους ώμους αρχ. πάνω στους ώμους, πάνω στη ράχη («ὧς εἰπὼν μάστιγι κατωμαδὸν ἤλασεν ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠμαδ όν «πάνω στους ώμους»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»